Ομιλία του Στρατηγού ε.α. Λαλούση Χαράλαμπου, επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ και πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, στην εκδήλωση με θέμα «Άννα Μελά – Παπαδοπούλου, η Μάννα του Στρατιώτη» που έλαβε χώρα, στις 4 Οκτωβρίου 2024. στην οικία του Παύλου Μελά στη Κηφισιά, κατόπιν προσκλήσεως του νυν Αρχηγού ΓΕΣ, Αντιστρατήγου Κωστίδη Γεώργιου. Η όλη εκδήλωση διοργανώθηκε από το ΓΕΣ.
«Ίσως δεν υπάρχει πιο συμβολικός χώρος από το σπίτι του Παύλου Μελά, για να μιλήσει κάνεις για την τεράστια προσφορά προς την Πατρίδα και τον πάσχοντα άνθρωπο, ενός ξεχωριστού μέλους της ιστορικής οικογένειας Μελά, της θρυλικής Άννας Μελά-Παπαδοπούλου.
Πρόκειται για μια εξέχουσα μορφή Ελληνίδας ανθρωπίστριας, καθώς έχει καταγραφεί στη συλλογική μας μνήμη, ως η «Μάννα του Στρατιώτη» ή η «Μάννα» του ασθενούς και του αδύναμου, που έμεινε στην ιστορία για την φιλαλληλία της, τον αλτρουϊσμό και το ψυχικό της σθένος.
Η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου είναι μια μοναδική περίπτωση στην ελληνική ιστορία. Πρόκειται για μια σπουδαία γυναίκα, η οποία επέλεξε να ζήσει ταπεινά μια συναρπαστική ζωή προσφοράς.
Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος την αποκάλεσε ιέρεια της φιλανθρωπίας, τίτλος απόλυτα ταιριαστός με το έργο της. Ποτέ δεν έζησε για τον εαυτόν της, νοιαζόταν μόνο για τους άλλους.
Ίσως δεν έχει προβληθεί όσο αξίζει, αναλογικά δηλαδή με την προσφορά της, αλλά νομίζω πως είναι εξίσου σημαντική προσωπικότητα με τον αδελφό της, Παύλο Μελά.
Η Άννα Μελά γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1871 στη Μασσαλία και ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά της οικογένειά της.
Η ιστορία της αρχοντικής και θρυλικής οικογένειας των Μελάδων από την Ήπειρο και η προσφορά τους στην Πατρίδα και στους αγώνες του έθνους, ήταν φυσικό να επηρεάσουν την νεαρή Άννα, της οποίας η οικογενειακή καταγωγή και παιδεία αποτελούσαν θεμελιακά στοιχεία όλης της προσωπικότητάς της.
Ο πατέρας της, Μιχαήλ Μελάς, όταν το 1876, μετά την Μασσαλία, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, από την πρώτη κιόλας στιγμή επιδόθηκε σε φιλανθρωπική και εθνική δράση. Ήταν ένας επιτυχημένος εκπρόσωπος του νεοπαγούς ετερόχθονου τμήματος της νεοελληνικής αστικής τάξης, η οποία είχε εμποτιστεί µε την εθνική ιδεολογία της εποχής για την προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν επόμενο λοιπόν να επηρεάσει την Άννα από μικρή ηλικία η πολυσχιδής προσωπικότητα του πατέρα της, για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη.
Σημαντική επίσης επιρροή άσκησε στην Άννα η μητέρα της, Ελένη Βουτσινά. Όντας η ίδια φιλάνθρωπος, μετέτρεψε τη φιλανθρωπία για την κόρη της σε αποστολή ζωής και την «μύησε» στη φροντίδα των ανθρώπων.
Η Άννα Μελά ήταν μια ξεχωριστή και πολύπλευρη προσωπικότητα, προικισμένη με σπάνια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα. Δυναμική αλλά και πολύ ευαίσθητη γυναίκα, με υψηλή μόρφωση, πολυγραφότατη πέννα και ξεχωριστό ταλέντο από μικρή στην ζωγραφική, στο κέντημα και στην χειροτεχνία.
Αυτό που την έκανε όμως ιδιαίτερα ξεχωριστή ήταν το πάθος της για προσφορά και στήριξη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, καθώς είχε μεγάλη καρδιά. Την ευαισθησία της αυτή, την έβλεπε κανείς ν’ αποτυπώνεται στο πρόσωπο και στο πονεμένο αλλά υπερήφανο βλέμμα της.
Δυο ρητά που ταίριαζαν στην φιλοσοφία της και τα οποία εφάρμοσε σε όλη της την ζωή, ήταν τα ακόλουθα: «Μπορείς ότι θέλεις» και «Θα ζω για να σ΄ αγαπώ».
Το 1891 παντρεύτηκε τον ευγενή μεγαλοκτηματία Απόστολο Παπαδόπουλο με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη και τον Αντώνη. Ζούσαν στο χωριό Ροβιές της Εύβοιας, όπου λάτρεψε τις ομορφιές της αγροτικής υπαίθρου.
Εκεί η Άννα προσέφερε ανιδιοτελώς ένα σπουδαίο ανθρωπιστικό έργο στους συγχωριανούς της. Ήταν ταπεινή, απλή και λιτή ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαίτερα σκληρή με τον εαυτό της. Κοιμόταν σε ένα σανιδένιο κρεβάτι χωρίς στρώμα, μόνο με ένα ελαφρύ σκέπασμα χειμώνα και καλοκαίρι.
Για να προλάβει τις εργασίες και τις υποχρεώσεις της, ξυπνούσε καθημερινώς στις τέσσερις το πρωί και εργαζόταν χωρίς διακοπή, ακούραστα όλη την ημέρα μέχρι βράδυ.
Ο ηρωικός θάνατος του αδερφού της εθνομάρτυρα Παύλου Μελά, στις 13 Οκτωβρίου του 1904, τον οποίο λάτρευε, όπως επίσης και σε σύντομο χρονικό διάστημα η τραγική απώλεια του άλλου της αδελφού, Λέοντος Μελά, συγκλόνισαν και επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία και δράση της συναισθηματικής Άννας.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά, προκάλεσε το ενδιαφέρον ολοκλήρου του ελληνισμού για την υπόθεση της Μακεδονίας. Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμιά άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο ότι ο Ελληνισμός έξω από τα όρια της μικρής τότε χώρας, δεν είχε χαθεί.
Κατόπιν των τραγικών γεγονότων η Άννα εγκαταλείπει το χωριό και τους δικούς της και φεύγει στην Αθήνα, όπου ξεκινά άμεσα το σημαντικό φιλανθρωπικό της έργο.
Μεταξύ άλλων συνέβαλε στη δημιουργία της Πολυκλινικής Αθηνών κοντά στην Ομόνοια και ίδρυσε το 0Σωματείο «Η Πρόοδος», μέσω του οποίου άπορες γυναίκες μπορούσαν να πωλούν τα εργόχειρά τους ώστε να έχουν κάποιο εισόδημα.
Για Άννα Μελά και το έργο της έγραψε η Βρετανίδα περιηγήτρια Μέϊμπελ Μουρ, η οποία κάνει λόγο για «μια κυρία, μια καλλιτέχνιδα με ξεχωριστό ταλέντο, που αφιέρωσε τη ζωή της στο ιδεώδες της ανύψωσης φτωχών κοριτσιών από το τέλμα της απελπισίας στην αξιοπρέπεια της ανεξαρτησίας. Στην εξοχική της κατοικία στην Εύβοια οι χωρικοί αποκαλούν τη σπλαχνική γυναίκα, Αγία Άννα».
Το 1912, ξεκινούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που αποτελούν την σημαντικότερη προσπάθεια του Ελληνισμού για εθνική αποκατάσταση, μετά την Επανάσταση του 1821.
Η έναρξη των πολέμων αυτών, αποτέλεσε για την Άννα Μελά την ευκαιρία για εκπλήρωση του όρκου της στον ήρωα αδελφό της Παύλο.
Να υπηρετήσει εθελοντικά ως νοσηλεύτρια στην Υγειονομική Υπηρεσία του ελληνικού στρατού, αρνούμενη τη γαλήνη της αθηναϊκής κοινωνίας και δίχως να λογαριάσει κανένα προσωπικό κόστος. Από την στιγμή που φόρεσε την στολή της νοσηλεύτριας δεν την ξανάβγαλε.
Επί μια ολόκληρη δεκαετία η Άννα Μελά, προσέφερε αδιάκοπα και ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες της, σε μια σειρά καταλυτικών και κρίσιμων για τη χώρα πολεμικών συγκρούσεων. Από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, στον Ηπειρωτικό Αγώνα, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία.
Καθ’ όλη την διάρκεια των παραπάνω πολέμων, η Άννα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, πολλές φορές βρεγμένη και λασπωμένη έως τα γόνατα, αλλά αφοσιωμένη και ακαταπόνητη στην περίθαλψη των στρατιωτών. Αγαλλίαζε η ψύχη της να τους βοηθάει και το έκανε από υψηλό αίσθημα χρέους και αγάπης για τον άνθρωπο, ειδικά για τον απλό και ανώνυμο στρατιώτη. Στο μέτωπο ένοιωθε ελεύθερη ήταν ο εαυτός της.
Όλοι οι στρατιώτες την λάτρεψαν και οι τραυματίες και ετοιμοθάνατοι βρήκαν σ’ εκείνη το μητρικό χάδι, την περίθαλψη και την ανιδιοτελή αγάπη! Έγινε γι’ αυτούς: Η Μάννα! Οι στρατιώτες την αποκαλούσαν μάννα, την ένοιωθαν ως προστάτιδα, η παρουσία της τους έδινε κουράγιο και δύναμη στις δύσκολες στιγμές τους.
Μια μάννα που λες και συγκέντρωσε μέσα στην καρδιά της, την στοργή όλων των μαννάδων της Ελλάδος. Η Μάννα που έγινε αστείρευτη βρύση παρηγοριάς για τους πονεμένους στρατιώτες, τους οποίους έβλεπε σαν παιδιά της.
Μάλιστα το 1914 η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της, πηγαίνει εθελόντρια στη μαχόμενη Σερβία και περιθάλπει τους πληγωμένους πολεμιστές της.
Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως που κινδύνεψε και η ζωή της από εξανθηματικές και λοιμώδεις ασθένειες που κολλούσε από τους τραυματίες. Τίποτα όμως δεν στάθηκε ικανό να την σταματήσει από το ιερό έργο της.
Χρειάζεται μεγάλη δύναμη ψυχής για να μπορείς να υπηρετείς τον άνθρωπο, να κάνεις δικό σου τον πόνο του πάσχοντα, να δίνεις παρηγοριά στους αρρώστους.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να φανταστούμε, να κατανοήσουμε το περιβάλλον ενός πολεμικού μετώπου και τις δύσκολες και τραγικές στιγμές που ζουν οι τραυματίες, οι άρρωστοι και αυτοί που τους περιθάλπουν.
Ίσως η περιγραφή από το εξαιρετικό βιβλίο «Άννα Μελά – Παπαδοπούλου, Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι» του γιατρού – καρδιολόγου Αντώνη Σταυρίδη από την Τρίπολη, να αποτυπώνει την τραγικότητα του πεδίου της μάχης.
Ο κ. Σταυρίδης άντλησε πολλές πληροφορίες από τα τετράδια εκστρατείας της Άννας, τα οποία έγραψε το διάστημα 1912-1922, ξενυχτώντας δίπλα στους τραυματισμένους στρατιώτες. Διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα:
«Το παλιό λεωφορείο του στρατού, που εκτελούσε και καθήκοντα ασθενοφόρου, ξεκίνησε. Στον τόπο της μάχης, που έφθασαν αργά το σούρουπο, βρήκαν τραυματισμένους στρατιώτες σκορπισμένους τριγύρω. Αφού γέμισε το λεωφορείο ασφυκτικά και δεν έπαιρνε άλλον πια, ακούγεται η βροντερή φωνή της: Παιδιά είστε βέβαιοι πως δεν υπάρχει άλλος; Όχι, Μάννα, μόνον ένας πεθαμένος εκεί επάνω, αν τραβήξης λιγάκι προς τα εκεί, θα δης τα πόδια του να κρεμούν από τον βράχο. Και που το ξέρετε πως είναι πεθαμένος, πήγατε κοντά του; Είναι σίγουρα πεθαμένος Μάννα, δεν έχει κουνήσει ώρες τώρα.
Χωρίς άλλη κουβέντα η Άννα τρέχοντας μέσα στην βροχή και την λάσπη, σκαρφαλώνει στον βράχο για να βεβαιωθεί. Ζη, γιατρέ, ελάτε να τον μεταφέρωμε. Ναι Μάννα, αλλά είμεθα αναγκασμένοι να τον αφήσουμε. Να τον αφήσουμε εδώ; Ποτέ.
Στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Ο γιατρός του έδεσε τα τραύματά του μ’ ένα πρόχειρο επίδεσμο, του έφτιαξε με μανδύες ένα στρώμα, τον σκέπασαν με κουβέρτες κι έστησαν από πάνω του ένα αντίσκηνο για την βροχή, που δεν έλεγε να σταματήσει.
Γιατρέ μου, θα σας περιμένω, όσον μπορείτε πιο νωρίς το πρωΐ. Μάννα δεν είσαι καλά, είναι αδύνατον να μείνης εδώ ολομόναχη την νύκτα. Και μένα μου είναι αδύνατον να αφήσω ολομόναχο το δυστυχισμένο αυτό παιδί.
Η Άννα κάθισε όλη την νύχτα δίπλα στον τραυματισμένο στρατιώτη, κρατώντας τον ζεστό με τις κουβέρτες και δίνοντας του γουλιά-γουλιά λίγο κονιάκ και καφέ».
Επίσης ένα άλλο εξαιρετικό βιβλίο είναι «Η Μάννα» της Ελένης Μπακοπούλου. Συγγραφέας είναι η κόρη της, Ελένη Παπαδοπούλου – Μπακοπούλου, η οποία με πέννα λιτή σκιαγραφεί τον χαρακτήρα, την ζωή και το τεράστιο έργο της μητέρας της. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με την επιμέλεια του δισέγγονού της, κυρίου Μάνου Καστρινάκη, ο οποίος έδωσε προς έκδοση τα χειρόγραφα της γιαγιάς του και κόρης της Άννας, Ελένης Μπακοπούλου.
Ιδιαίτερα σημαντικό έργο επιτέλεσε η Άννα Μελά και κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, που δεν περιορίστηκε μόνο στα καθήκοντα μια απλής νοσηλεύτριας. Ήθελε πάντα να είναι στην πρώτη γραμμή του μετώπου, μάλιστα σε μια περίπτωση κινδύνευσε να συλληφθεί αιχμάλωτη.
Στην Μ. Ασία είχε επαφές και συναντήσεις με προσωπικότητες από τον πολιτικό και στρατιωτικό χώρο, όπως με τον Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και με διάφορους Αξιωματικούς. Ειδικά η επικοινωνία και η φιλία της με τον Νικόλαο Πλαστήρα συνεχίστηκε σε όλη τους την ζωή.
Αυτό που της στοίχισε ιδιαίτερα και επηρέασε την ψυχολογία της, ήταν η ξαφνική απομάκρυνσή της από την Μ. Ασία με εντολή του Στρατηγού Αναστάσιου Παπούλα, διότι κατηγορήθηκε για βενιζελική προπαγάνδα. Ένοιωθε ότι εγκατέλειψε τα παιδιά της. Προσπάθησε να συναντηθεί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο που διατηρούσε καλές σχέσεις, για να αλλάξει την απόφαση, αλλά δεν το κατάφερε.
Ο Μιχαήλ Ροδάς, στο βιβλίο του Η Ελλάδα στη Μικράν Ασίαν 1918-1922 γράφει χαρακτηριστικά για την δράση της: «Εις τας αρχάς του Μικρασιατικού πολέμου το έργον της παροχής διαφόρων ειδών, εσωρούχων, κονιάκ, βιβλίων και άλλων χρειωδών είχεν αναλάβει αυτοπροσώπως και αυτοβούλως η Άννα Παπαδοπούλου, η αδελφή του Παύλου Μελά».
«Ακούραστος και ακατάβλητος με μίαν θαυματουργόν αλτρουϊστικήν ψυχήν, έφθασε και εις τας Μικρασιατικάς Μεραρχίας και εξεδήλωσεν όλην την μεγάλην στοργήν αληθούς μητρός προς τα τέκνα της. Δι’ αυτό και από μίαν βαθυτέραν συνείδησιν και ευγνωμοσύνην την ωνόμασαν όλοι “Μάννα του στρατιώτου”. Η Άννα Παπαδοπούλου από τας πόλεις εξεστράτευσε μέχρι των προφυλακών και διένεμε τα δώρα της, συνεμερίζετο όλας τας κακουχίας του στρατιώτου και ήκουε τον πόνον και τας ανάγκας του. Μοναδικόν παράδειγμα αυτοθυσίας, στοργής και πατριωτικής αγάπης προς εκείνους, οι οποίοι, χάριν ενός ανωτέρου ιδεώδους της φυλής, υφίστανται τα πάνδεινα και πίπτουν μακράν των πατέρων και αδελφών των….».
Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών στους αγώνες του Έθνους είναι πολύ μεγάλος. Είναι πολύ το αίμα των ηρωικά πεσόντων το οποίον έρευσε στα πεδία των μαχών, διότι και οι αγώνες του Έθνους ήταν πολλοί.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στην Μικρασιατική Εκστρατεία οι νεκροί – τραυματίες – αγνοούμενοι ξεπερνούν τις 90.000. Επομένως ήταν εξαιρετική δύσκολη η περίθαλψη του μεγάλου αριθμού των τραυματιών, ειδικά με τα μέσα εκείνης της εποχής.
Είναι αξιοθαύμαστο το αγωνιστικό πνεύμα, ο πατριωτισμός και η ανδρεία των Ελλήνων μαχητών στους αγώνες του έθνους. Αξίζει να σας διαβάσω το γράμμα που βρήκε η Άννα Μελά στα ρούχα ενός πεσόντα στρατιώτη στους Βαλκανικούς Πολέμους: «Λέγομαι Σπύρος Γεωργαντάς. Είμαι από το Ελληνικό Γορτυνίας, ήλθα από την Αμερική για να υπερασπιστώ την πατρίδα μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου. Χίλιες καρδιές αν είχα θα θυσίαζα δια την γλυκιά πατρίδα….».
Η Άννα Μελλά ήταν επίσης και ερασιτέχνης φωτογράφος, χόμπι που τις μετέδωσε ο πατέρας της. Με το φακό της έχει αποτυπώσει μοναδικές ιστορικές στιγμές ειδικά από τα πολεμικά μέτωπα.
Την μεταπολεμική περίοδο μετά και τη Μικρασιατική καταστροφή, η Άννα Μελά συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο τις φιλανθρωπικές τις δραστηριότητες με πρωταρχικό σκοπό της την βοήθεια των προσφύγων. Οργάνωσε σωματεία που μεριμνούσαν για την αποκατάστασή τους, αλλά επίσης φρόντιζαν για την τύχη των αναπήρων πολέμου. Έγινε η Μάννα των ξεριζωμένων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του σπουδαίου έργου της Άννας Μελά ήταν ο μεγάλος αγώνας που έδωσε για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, που μάστιζε εκείνη την περίοδο την Ελλάδα. Η φυματίωση ήταν περισσότερο διαδεδομένη στο στράτευμα, λόγω του ομαδικού τρόπου ζωής.
Πραγματοποίησε εράνους στην Αίγυπτο και την Αμερική και κατόρθωσε να ιδρύσει το πρώτο σανατόριο για τους φυματικούς στρατιώτες και πολίτες, που αποτέλεσε το μεγάλο έργο της ζωής της.
Η ανέγερση αυτού του πρότυπου θεραπευτικού κέντρου ολοκληρώθηκε το 1930, στην Κορφοξυλιά Αρκαδίας μέσα στο ελατόδασος του όρους Μαίναλου, το γνωστό Σανατόριο «η Μάννα». Το Σανατόριο λειτούργησε μέχρι το 1938 και έκλεισε την ίδια χρονιά που πέθανε και η εμπνεύστριά του, ενώ κατόπιν αλλεπάλληλων προσπαθειών για αποκατάσταση του κτιρίου, λειτουργεί από το 2023 ως ορεινό θέρετρο.
Εξαιτίας της συνεχούς επαφής της Άννας Μελά, καθ’ όλα αυτά τα χρόνια, με πάσχοντες από φυματίωση, κατέληξε να μολυνθεί τελικά και η ίδια. Νικήθηκε από την θανατηφόρα αρρώστια και έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου 1938, σε ηλικία εξήντα επτά ετών.
Κηδεύτηκε στις Ροβιές Ευβοίας. Στη μνήμη της μητέρας του, ο γιος της Αντώνης Παπαδόπουλος αφιέρωσε αυτά τα λόγια καρδιάς πάνω στο λιτό και απέριττο μνημείο της: «ΕΔΩ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ. ΕΛΑΤΡΕΥΣΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ. ΑΓΑΠΗΣΕ ΚΑΘΕ ΕΜΟΡΦΟ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΙΚΟ. ΠΑΛΕΨΕ ΑΚΟΥΡΑΣΤΑ ΜΕ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΝΕΜΕΝΟΥΣ»
Η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου έμεινε στην ιστορία ως μια αρχόντισσα της εθνικής φιλανθρωπίας και τιμήθηκε για το έργο της με 28 συνολικά παράσημα και με το Αργυρούν μετάλλιο της αρετής και αυτοθυσίας από την Ακαδημία Αθηνών.
Τελικά τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποια είναι η παρακαταθήκη της ερυθροσταυρίτισσας νοσηλεύτριας Άννας Μελά – Παπαδοπούλου για όλους εμάς σήμερα.
Η μεγαλύτερη προσφορά της στην σημερινή εποχή, είναι το ίδιο το παράδειγμα της ζωής της, που τόσο θαυμαστό και απίστευτο μοιάζει με τα σημερινά δεδομένα και που έχουν ανάγκη οι καιροί μας. Πιστεύω ότι το καλό παράδειγμα είναι σαν τον σπόρο, ο οποίος κάπου, κάποτε θα βρει εύφορες ψυχές άλλων ανθρώπων να καρποφορήσει.
Η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου, με την συνειδητή επιλογή της, μας δίδαξε με έναν αυθεντικό τρόπο την έννοια του καθήκοντος και την χωρίς όρια προσφορά προς τον άνθρωπο και την πατρίδα, με τέτοια ανιδιοτέλεια και πατριωτισμό, που ταιριάζει μόνον σε ξεχωριστούς ανθρώπους και που έχουν ως σκοπό της ανθρώπινης ζωής τους, το χρέος.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν, όλοι εμείς σήμερα στη δική μας εποχή, ποιο είναι το χρέος μας προς την πατρίδα, πόσο σωστά το εκπληρώνουμε και κατά πόσο είμαστε αντάξιοι της παρακαταθήκης της Μάννας του Στρατιώτη.
Δυνάμεθα, άραγε, να χαλκέψουμε τον χαρακτήρα μας με γενναιότητα, ήθος και αρετές, να αφιερώσουμε το πνεύμα μας και την ψυχή μας στην Πατρίδα μας;
Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούμε. Αρκεί να το πιστέψουμε βαθιά και αυθεντικά, αρκεί να το αποφασίσουμε και να το υπηρετήσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας.
Κάθε γενιά, σύμφωνα με τις προκλήσεις της εποχής της, έχει καθήκον να προσφέρει τα μέγιστα στην Πατρίδα και να δίνει συνειδητά τον δικό της αγώνα, με όραμα και ενθουσιασμό, για την ασφάλεια, την πρόοδο, την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας μας.
Κι αυτό θα το κατορθώσουμε, μονάχα αν δε λησμονούμε να απαντάμε με αυστηρότητα, σοβαρότητα και κυρίως ειλικρίνεια στο ερώτημα τι έκανε η δική μας γενιά για το χρέος της προς την Πατρίδα.
Έχουμε λοιπόν καθήκον να μη λησμονούμε ποτέ όλα αυτά που μας δίδαξε η Άννα Μελά – Παπαδόπουλου, διότι αποτελούν τα αξιακά θεμέλια και για τον σημερινό μας κόσμο.
Πιστεύω τέλος ότι δικαιωματικά κέρδισε τον τίτλο «η Μάννα του Στρατιώτη» και επειδή οι Έλληνες στρατιώτες είναι παιδιά της Ελλάδος, η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου υπήρξε η Μάννα όλης της Ελλάδος.
Σε ευγνωμονούμε για όλα αυτά που προσέφερες στην Πατρίδα και τον άνθρωπο…»