Γράφει η Ευαγγελία Μπίφη*
ΟΒλαντιμίρ Πούτιν ηγείται της Ρωσίας σχεδόν για ένα τέταρτο του αιώνα. Έχοντας «ξαναγράψει» το Σύνταγμα και καταστείλει το Κράτος Δικαίου, «μπαίνει» αισίως στην πέμπτη προεδρική θητεία και η υπόθεση εργασίας μεταξύ των παρατηρητών της Ρωσίας είναι ότι προτίθεται να παραμείνει στην εξουσία ισοβίως. Και αν αυτό δεν είναι αρκετό, η ιδεολογία και το σύστημα του πουτινισμού ίσως ζήσουν πολύ περισσότερο από τον δημιουργό τους.
Μπορεί να βρισκόμαστε ενώπιον ενός «αιώνιου πουτινισμού», γράφουν σε εκτενή ανάλυσή τους στο Foreign Affairs ο Μάικλ Κίματζ, καθηγητής Ιστορίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής (CUA), ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) και συγγραφέας του βιβλίου «Collisions: The Origins of the War in Ukraine and the New Global Instability», και η Μαρία Λίπμαν, επισκέπτρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών, Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου «Τζορτζ Ουάσινγκτον» και συν-εκδότρια του δικτυακού τόπου του ινστιτούτου, Russia.Post.
Με αφορμή τις προεδρικές εκλογές στη Ρωσία, οι έγκριτοι Αμερικανοί ακαδημαϊκοί εμβαθύνουν στην εδραίωση της εξουσίας του προέδρου της ξεκινώντας από τις απαρχές του πουτινισμού και φθάνοντας έως τον πουτινισμό εν καιρώ πολέμου για να αποτυπώσουν ταυτόχρονα πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του, αλλά και πώς το καθεστώς θα μπορούσε να πέσει θύμα του ίδιου του εαυτού και του μύθου του. Ρίχνουν φως στη στρατηγική του Πούτιν και στην έννοια του «πουτινισμού για πάντα» για να εξηγήσουν πως όποιος λάβει τη σκυτάλη από τον Πούτιν θα κληρονομήσει τελικά το κράτος που εκείνος δημιούργησε, με τις ισχυρές υπηρεσίες ασφαλείας και τον στρατό του. Αν είναι προϊόν αυτού του συστήματος, θα ήθελε πραγματικά να το αλλάξει;
Ο πουτινισμός στα πρώτα του στάδια χαρακτηριζόταν από ένα μείγμα δημόσιου εφησυχασμού και αδιαφορίας. Ο εφησυχασμός ευδοκίμησε όταν η ρωσική οικονομία αναπτύχθηκε μεταξύ 2000 και 2008, τα πρώτα οκτώ χρόνια της προεδρίας Πούτιν, επιτρέποντας την άνοδο της ρωσικής μεσαίας τάξης. Η αδιαφορία, την οποία το Κρεμλίνο ενστάλαξε εν μέρει αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή του κοινού στην πολιτική, βοήθησε στον υφέρποντα αυταρχισμό του καθεστώτος. «Δεν χρειαζόταν να αγαπάει κανείς τον Πούτιν -αρκούσε απλώς να μη νοιάζεται για το πώς παρέμενε στην εξουσία. Μέχρι το 2022, η Ρωσία είχε φτάσει σε κάτι νέο: Τον πουτινισμό εν καιρώ πολέμου. Το καθεστώς ήταν πλήρως απολυταρχικό και είχε κηρυχθεί μερική επιστράτευση, αλλά έμενε και πάλι χώρος για βαθμούς εφησυχασμού και αδιαφορίας», επισημαίνουν.
Επί ένα τέταρτο του αιώνα στην εξουσία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επιδιώξει δύο διαφορετικούς στόχους. Ο πρώτος ήταν να δημιουργήσει έναν τεράστιο μηχανισμό καταστολής, εξαλείφοντας κάθε εγχώρια δύναμη που του αντιτίθεται ή που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Ο άλλος ήταν να στερήσει από τους περισσότερους Ρώσους τη δυνατότητα να φανταστούν ένα μέλλον χωρίς αυτόν. Δίχως να περιορίζεται πλέον από ένα Κοινοβούλιο, ένα Σύνταγμα ή μία αντιπολίτευση, ήλθε στο απόγειο της εξουσίας του.
Ο Πούτιν έχει στρατηγικά τοποθετήσει τον εαυτό του ως τον σωτήρα της Ρωσίας που αποκαθιστά την εθνική υπερηφάνεια και τις παραδοσιακές αξίες, μια φιγούρα που ενσαρκώνει ένα μείγμα αυτοκρατορικής ρωσικής, σοβιετικής και μετασοβιετικής Ιστορίας, ενώ παράλληλα καλλιεργεί ένα αίσθημα σταθερότητας μέσω αυτού που αποκαλείται «πουτινισμός για πάντα». Η έννοια αυτή υποδηλώνει ότι οι περισσότεροι Ρώσοι πράγματι δεν μπορούν να φανταστούν ένα μέλλον χωρίς τον Πούτιν, δημιουργώντας την αντίληψη της πολιτικής συνέχειας και της σταθερότητας -και του αναπόφευκτου υπό την εξουσία του. Για μια μειοψηφία, προκαλεί οργή ή απελπισία. Αλλά και μεταξύ όσων επιζητούν την ειρήνη, πολλοί πιστεύουν ότι μόνο εκείνος μπορεί να την φέρει.
Η εισβολή στην Ουκρανία το 2022 ήταν ένα σημαντικό βήμα για την οικοδόμηση του «πουτινισμού για πάντα», επισημαίνουν οι Μάικλ Κίματζ και Μαρία Λίπμαν υπό το πρίσμα ότι άμβλυνε ακόμη πιο ριζικά το πεδίο δράσης της κοινωνίας των πολιτών. Ενώ μέχρι πρότινος οι πολιτικές ελίτ είχαν έναν βαθμό εξουσίας στη λήψη αποφάσεων, ο πόλεμος τις κατέστησε εκτελεστές της βούλησης Πούτιν, απλούς υπασπιστές του στρατηγού.
Ωστόσο, η ανάλυση καταγράφει επίσης τα τρωτά σημεία του καθεστώτος, τονίζοντας ότι κάθε απολυταρχία που διεκδικεί την αιώνια διακυβέρνηση πρέπει να αποφύγει να γίνει αντιληπτή ως αποτυχημένη. Ρωγμές στον μύθο της αθανασίας του Πούτιν θα μπορούσαν τελικά να υπονομεύσουν το καθεστώς του, υπογραμμίζουν οι υπογράφοντες και σχετικά με μία πιθανή πτώση του «αιώνιου πουτινισμού» αναφέρουν τους εγγενείς κινδύνους σε μία αμετανόητη δικτατορία και το τίμημα που θα μπορούσαν να επιφέρουν οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, στον κοινωνικό ιστό και τη διεθνή θέση της Ρωσίας.
Παρόλα αυτά αν λάβουμε υπόψη τις διακυμάνσεις στον πόλεμο, τις αγορές και την πολιτική, το βάθος και το εύρος του «πουτινισμού για πάντα» είναι εντυπωσιακό, υπογραμμίζουν. Μέχρι στιγμής, ο πόλεμος έχει κάνει τον πουτινισμό ισχυρότερο. Εάν, δε, ο ρωσικός στρατός αρχίσει να πετυχαίνει κάτι πιο κοντά σε νίκη στην Ουκρανία, το πουτινικό σύστημα θα γίνει πιο διεκδικητικό στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. «Ακόμη και αν ο Πούτιν φύγει ξαφνικά από το προσκήνιο, τα μέσα καταναγκασμού θα παραμείνουν πιθανότατα εκεί που τα έχει φυτέψει: στο Κρεμλίνο, τις υπηρεσίες ασφαλείας και τον στρατό. Το αν κάποιος άλλος εκτός από τον Πούτιν μπορεί να διαχειριστεί με επάρκεια αυτά τα μέσα είναι άγνωστο, αλλά με ή χωρίς τον Πούτιν, αυτά τα μέσα ευθυγραμμίζονται με πολλά συμφέροντα και πολλά προηγούμενα. Δεν θα παραδοθούν ειρηνικά στους διαχειριστές κάποιου άλλου συστήματος», σημειώνεται στο άρθρο τους υπό τον τίτλο Forever Putinism.
«Όταν ο Ιωσήφ Στάλιν πέθανε το 1953, έπειτα από δεκαετίες τυραννίας, η μάχη για τη διαδοχή ήταν χαοτική και αιματηρή. Ο διάδοχός του, ο Νικίτα Χρουστσόφ, παραγκώνισε τους αντιπάλους του και εκτέλεσε τον πιο ισχυρό από αυτούς, τον Λαυρέντι Μπέρια. Ο Χρουστσόφ ανατράπηκε αργότερα από την ίδια του την ελίτ. Τον διαδέχθηκε ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ο οποίος ασπάστηκε την αρχή της συλλογικής ηγεσίας. Αυτό που επέζησε, καθώς η ηγεσία άλλαξε, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο πυλώνας της Σοβιετικής Ένωσης. Το ίδιο και η σοβιετική ιδεολογία, ο σοβιετικός στρατός και οι πολλοί διοικητικοί θεσμοί που λειτουργούσαν στο πλαίσιο της σοβιετικής κυβέρνησης. Η Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1950 και του 1960 δεν βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Δεν απέφυγε τον Ψυχρό Πόλεμο και δεν εξαφανίστηκε από τον χάρτη» αναφέρουν στην ανάλυση που συνυπογράφουν οι Μάικλ Κίματζ και Μαρία Λίπμαν.
Και καταλήγουν: «Αυτό είναι ένα μοτίβο που θα μπορούσε να αναπαράγει ο ‘πουτινισμός για πάντα’. Επειδή ο Πούτιν δεν έχει χρίσει διάδοχο, μία πάλη για την εξουσία θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει μετά την αποχώρησή του από το προσκήνιο. Οι συμμετέχοντες σε αυτήν, αν μπορέσουν να αποτρέψουν ένα λουτρό αίματος, θα έχουν πολλά κίνητρα για να διαιωνίσουν το υπάρχον σύστημα. Θα διατηρούσαν τη λαβή τους στις εξουσίες που βρίσκονται στο στρατό και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Δεν θα ήθελαν να δουν εσωτερική διαμάχη να θέτει σε κίνδυνο τη γεωπολιτική θέση της Ρωσίας, και δεν θα ήθελαν να εγκαταλείψουν τα ιδεολογικά οικοδομήματα που έχει συναρμολογήσει ο Πούτιν. Αυτό εγείρει την απογοητευτική πιθανότητα ο ‘πουτινισμός για πάντα’, ο οποίος τώρα περιστρέφεται γύρω από έναν μόνο άνθρωπο, να μπορέσει να ξεπεράσει τη θητεία του ίδιου του Πούτιν. Έχει κάνει αρκετά για να εξασφαλίσει ότι όποιος τον διαδεχθεί είναι πιθανό να είναι ο κληρονόμος του»
*Δημοσιογράφος