Ο στρατηγός γόνος της θρυλικής οικογένειας, 7ος απόγονος του ήρωα Τζαβέλα, απεβίωσε πλήρης ημερών – Η βαριά οικογενειακή κληρονομιά και η θρυλική κατάρα του Αλή Πασά που κατάφερε να σπάσει
Παναγιώτης Σαββίδης
«Εφυγε» πλήρης ημερών ο στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλας, απόγονος της ένδοξης οικογένειας των Τζαβελαίων από το Σούλι. Μιας θρυλικής οικογένειας που δεν συνδέεται μόνο με τους αγώνες του έθνους για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, πριν και κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και με το «Οχι» του 1940-1941 κατά της ιταμής ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα.
Ο εκλιπών, 7ος κατά σειρά απόγονος του ήρωα Λάμπρου Τζαβέλα που έφερε και τ’ όνομά του, εκτός από μια λαμπρή πορεία στις Ειδικές Δυνάμεις και στα Τεθωρακισμένα, συνέδεσε το όνομά του και με την αποκατάσταση της πατρογονικής κατοικίας στο Σούλι, πετυχαίνοντας να δει την καμινάδα της να… ξανακαπνίζει, σπάζοντας τη θρυλική κατάρα του Αλή Πασά. Ο Λάμπρος Τζαβέλας μεγάλωσε ορφανός μαζί με τον αδελφό του Φώτο. Ο πατέρας του ίλαρχος Κώστας Τζαβέλας «έπεσε» ηρωικά μαχόμενος στις 2/12/1940 πολεμώντας τους Ιταλούς εισβολείς στην περιοχή της Πρεμετής, συνεχίζοντας την ένδοξη ιστορία της οικογένειας.
Ο ήρωας
Τελευταία φορά που ο μικρός Λάμπρος είδε τον πατέρα του, ήταν στις 28/10/1940 -ημέρα κήρυξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου– στις Σέρρες, όπου τότε υπηρετούσε ως ίλαρχος. Εκείνο το πρωινό ο πατέρας του δεν τον πήγε στο σχολείο καβάλα επάνω στον Κίτσο, το περήφανο άλογό του, όπως συνήθιζε κάθε πρωί, δίνοντάς του στη συνέχεια και ένα δίφραγκο για να αγοράσει κουλούρι.
Στο σχολείο, μετά την προσευχή, ο διευθυντής τούς είπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους γιατί είχε κηρυχθεί πόλεμος. Ο μικρός γύρισε γρήγορα στο σπίτι, ψάχνοντας τον πατέρα του. Τον είδε αργότερα από το μπαλκόνι του σπιτιού τους, στην οδό Μεραρχίας των Σερρών, μαζί με τους άνδρες του 3ου Συντάγματος Ιππικού που κατευθύνονταν συντεταγμένα για τον σιδηροδρομικό σταθμό προκειμένου να ανεβούν στα τρένα που τους μετέφεραν στο μέτωπο. Οι ιππείς, αγέρωχοι, με πλήρη οπλισμό, με τα ντουφέκια περασμένα χιαστί στην πλάτη, το ξίφος να κρέμεται από τη σέλα και τα φυσίγγια περασμένα στον λαιμό των αλόγων, να φαντάζουν άτρωτοι γίγαντες μπροστά στα μάτια του μικρού Λάμπρου που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του βλέποντας τον πατέρα να φεύγει στο μέτωπο για να πολεμήσει τον εχθρό, όπως οι πρόγονοί τους. Ο ίδιος ως τότε είχε ακούσει πολλές φορές ιστορίες από τον πατέρα του Κώστα και τον παππού του Λάμπρο. Ιστορίες για πολέμους, ηρωισμούς και θυσίες, από το 1770 στο Σούλι, μέχρι και το 1921 στη Μικρά Ασία, που τον φούσκωναν με περηφάνια, του έγιναν βίωμα και τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή.
Η εικόνα του πατέρα του επάνω στο άλογο, να κατηφορίζει μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες την οδό Μεραρχίας των Σερρών, έμεινε ανεξίτηλη στο μνήμη του και την περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια μέχρι το τέλος της ζωής του στα παιδιά και στα εγγόνια του. Από τότε, μαθητής Α’ Δημοτικού, είχε ήδη αποφασίσει τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει. Αξιωματικός του Ιππικού, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του και του παππού του «Γεροτζαβέλα», που αγαπούσε και λίγο φοβόταν.
Ο θρήνος του «Γεροτζαβέλα»
Στον σταθμό των τρένων ο μικρός Λάμπρος δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του πατέρα του έως ότου αποκοιμήθηκε. Οταν ξύπνησε, το τρένο είχε αναχωρήσει για το μέτωπο, χωρίς να προλάβει να τον αποχαιρετήσει. Εναν μήνα αργότερα, όμως, ο παππούς του Λάμπρος θα λάμβανε επιστολή από το Επιτελείο πως ο ίλαρχος Κώστας Τζαβέλας πέρασε στην αθανασία πέφτοντας νεκρός στις μάχες της Πρεμετής από τα ιταλικά πολυβόλα. Ο θάνατος του «θυελλώδους ιλάρχου», όπως τον αποκαλούσαν ο ιππείς του, περιγράφεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Ασύρματος» (8/1/1941) από τον πολεμικό ανταποκριτή Κώστα Τριανταφυλλίδη. «Αλλόφρονες ορμούν προς τα εμπρός. Τα ιταλικά πολυβόλα είναι τώρα ανίκανα να τους αναχαιτίσουν. Το εκκλησάκι κυριεύεται μέσα σε λίγα λεπτά. Οι άνδρες γονατίζουν γύρω από το κορμί του ιλάρχου των. Ενα χαμόγελο θριάμβου φαίνεται να παίζη στα χείλη του. Αλλ’ η καρδιά του παλληκαριού έχει παύσει να χτυπά… Στα Μπαντελόνια, στον ίσκιο των κυπαρισσιών, αναπαύεται ο 177ος γόνος της μεγάλης φάρας των Τζαβελαίων, που έπεσε υπέρ πατρίδος», καταλήγει στο κείμενό του ο Τριανταφυλλίδης.
Στο αρχείο της οικογένειας Τζαβέλα σώζονται αρκετά έγγραφα, τα οποία εστάλησαν μετά τον θάνατο του Κώστα Τζαβέλα, με κάποια εξ αυτών να είναι ποτισμένα με το αίμα του ήρωα, καθώς όταν εβλήθη από τα ιταλικά πολυβόλα τα είχε στις τσέπες του χιτωνίου του. Ο πατέρας του ήρωα και παππούς του μικρού Λάμπρου, ο στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλας, ήρωας των πολέμων 1912-1913, αφού ανακοίνωσε το τραγικό μαντάτο στην νύφη Ελευθερία, κλείστηκε στο διπλανό δωμάτιο και έχοντας αγκαλιά ένα χιτώνιο του μονάκριβου γιου του, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο μικρός Λάμπρος και ο αδελφός του Φώτος παρακολουθούσαν από την κλειδαρότρυπα απορημένοι, βλέποντας για πρώτη φορά τον «Γεροτζαβέλα» να θρηνεί γοερά τον γιό του. «Υιός μου και μονάκριβο παιδί μου πεσών υπέρ πατρίδος την 4 κ΄ 15 ώραν της 2ας Δεκεμβρίου ημέραν Δευτέραν εις την μάχην της Λυσίτσας (μάχαι Πρεμετής) τρωθείς διά πολυβόλου με 10 σφαίρας εις το στήθος και αριθμών τον 177ον των υπέρ Πατρίδος πεσόντων Τζαβελαίων», έγραψε εκείνη την ημέρα στο ημερολόγιό του ο πατέρας του ήρωα.
Ο όρκος
Ο ήρωας ετάφη με τιμές κοντά στο σημείο που έχασε τη ζωή του, δίπλα στην εκκλησία του χωριού Λυσίτσα. Τάφος και εκκλησία καταστράφηκαν την δεκαετία του 1970 από το άθεο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Για τα παιδιά του ήρωα, υπήρξε «ζήτημα τιμής» ο εντοπισμός του τάφου, κάτι που έγινε κατορθωτό 68 χρόνια μετά, με ακρίβεια μερικών τετραγωνικών και βάσει των πληροφοριών των λιγοστών κατοίκων του χωριού. «Το 2008 ο 76χρονος τότε μικρός Λάμπρος, γιος του ιλάρχου, που είχε δώσει όρκο να πάει και να βρει το μνήμα του πατέρα του, σκέφτηκε να πάρει μια χούφτα χώμα από το σημείο εκείνο και να την φέρει στην πατρίδα. “Μα κι εδώ, μονολόγησε, είναι γη Ελληνική! Εδώ αν βρεθεί ο πατέρας μου, θα ταφεί και πάλι με τιμές”. Ανοιξε το χέρι του και άφησε το χώμα να πέσει», αποκαλύπτει στο «ΘΕΜΑ» ο γιoς του εκλιπόντα Κώστας Τζαβέλας και απόγονος 8ης γενιάς.
Το 2018, δόθηκε από την οικογένεια δείγμα DNA στο εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας του 401 ΓΣΝΑ, για την ταυτοποίηση των οστών του όταν βρεθούν, από τις εκταφές που διεξάγονται από ελληνικά κλιμάκια, με βάση τη διακρατική συμφωνία Ελλάδας – Αλβανίας. Από τότε η οικογένειά του αναμένει.
Μια φορά έκλαψε πολύ στη ζωή του ο Λάμπρος Τζαβέλας. Στο άκουσμα της είδησης πως ο πατέρας του, τον οποίο λάτρευε και αγαπούσε, σκοτώθηκε στην Πρεμετή πολεμώντας τους εισβολείς. Τα χρόνια που ακολούθησαν τήρησε απόλυτα την υπόσχεση που είχε επαναλάβει μέσα του εκείνη την τραγική μέρα. Να ακολουθήσει τα χνάρια του ήρωα πατέρα του. Οπως και το έπραξε, πετυχαίνοντας την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων με μια λαμπρή πορεία στη συνέχεια ως αξιωματικός Ιππικού-Τεθωρακισμένων και υπηρετώντας την πατρίδα για 35 χρόνια από τον Εβρο μέχρι την Κύπρο, με προθυμία και με ευθύνη λόγω της κληρονομιάς που κουβαλούσε στις πλάτες του. Μπορεί να μη χρειάστηκε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση στο πεδίο της μάχης, ωστόσο ο Λάμπρος Τζαβέλας, που «έφυγε» σε ηλικία 90 ετών, άφησε το στίγμα του στο αγαπημένο του Οπλο.
Η «κατάρα»
Για τον Λάμπρο Τζαβέλα υπήρξε στόχος ζωής η αποκατάσταση της ερειπωμένης πατρογονικής οικίας των Τζαβελαίων στο Σούλι, μια διαδικασία, χρονοβόρα, πολυέξοδη και ψυχοφθόρα. Η αρχή έγινε το 1985 όταν ξεκίνησε την προσπάθεια αποκατάστασης της προγονικής κατοικίας στην αρχική της μορφή, με στόχο να «καπνίσει» και πάλι καμινάδα σπιτιού στο Σούλι, σπάζοντας την κατάρα του Αλή Πασά. «Πρόκειται για μια επιθυμία που είχε ο πατέρας μου από μικρός στην ψυχή του. Από τότε που ο παππούς του στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλας, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, του διηγούνταν στη Ναύπακτο τα κατορθώματα των προπαππούδων μας στο Σούλι. Του είχε πει τότε πως πρέπει το Τζαβελαίικο όταν μπορέσουμε να το ξαναφτιάξουμε ενάντια στην κατάρα του Αλή πασά που όταν πήρε το Σούλι το 1803 είπε να μην ξανακαπνίσει ποτέ σουλιώτικο τζάκι», λέει ο κ. Τζαβέλας.
Η προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής οικίας δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αφού όλες οι παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν μετά τις σχετικές άδειες και υποδείξεις της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μια και ο ιστορικός χώρος του Σουλίου είναι προστατευόμενος. Ολα τα έξοδα αναστήλωσης καλύφθηκαν από την οικογένεια Τζαβέλα, χωρίς οικονομική υποστήριξη απ’ οπουδήποτε όλα αυτά τα χρόνια. Καθαρά με ιδιωτική πρωτοβουλία και ιδιωτικούς πόρους.
«Στο ταξίδι αυτό του χρέους που η οικογένειά μας ξεκίνησε πριν από 38 χρόνια, έχει δώσει πάνω απ’ όλα την ψυχή της και θα συνεχίσει μέχρι να ολοκληρωθεί το Τζαβελαίικο και να αποτελέσει θαυμαστό μνημείο του Σουλίου και πόλο έλξης για τον κάθε ταξιδευτή στην περιοχή. Στην οικία Τζαβελαίων κάθε χρόνο θα εκτίθενται τα κειμήλια της οικογενείας μας και θα συμμετέχει σε εορταστικά δρώμενα και εκδηλώσεις με σκοπό την ανάδειξη και την αποκατάσταση του ευρύτερου Ιστορικού χώρου του Σουλίου», επισημαίνει ο κ. Τζαβέλας.
Η λιθόκτιστη οικία βρίσκεται χτισμένο βόρεια και σε ψηλότερο σημείο του παλαιού Δημοτικού Σχολείου του Σουλίου, στους πρόποδες της κορυφής Βούτσι. Εξω από αυτό, δεσπόζουν οι προτομές των θρυλικών μορφών του Λάμπρου και της Μόσχως Τζαβέλα. Το οίκημα είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο και ανήκει στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας και αποκαταστάθηκε με ειδικές άδειες από τους απογόνους του ήρωα. Η οικία Τζαβέλα άνοιξε και επίσημα τις πόρτες του για το κοινό τον Οκτώβριο του 2021.