Μνήμη Μικρασιατών αγίων, κληρικών και λαϊκών
κατωκημέναι λαϊκαί συνοικίαι του Αγ. Δημητρίου, του Αγ. Κωνσταντίνου και του Αγ. Νικολάου εγένοντο την ιδίαν στιγμήν παρανάλωμα του πυρός. Αι πρώται φλόγες που κατέφαγαν την Σμύρνην, ανεπήδησαν την νύκτα της 30ης Αυγούστου κυρίως από την αρμενικήν συνοικίαν που συνώρευε με την αγοράν της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες, και την ελληνικήν συνοικίαν του Αγ. Γεωργίου και δι’ αυτής με την της Αγ. Φωτεινής».
Το ίδιο συνέβη και στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου και στην οδό Χατζηστάμου, καθώς επίσης και στις συνοικίες του Αγ. Κωνσταντίνου και Αγ. Νικολάου. Ο Χρ. Σολομωνίδης αναφέρει ότι μια σειρά από φωτιές κατευθυνόταν από τα Σίδερα του Αγ. Κωνσταντίνου προς τα Μορτάκια, Τερψιθέα, Αγ. Τρύφωνα και τη συνοικία Αγ. Αικατερίνης, ενώ μια δεύτερη σειρά προς τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Τρίτη φωτιά απλώθηκε από το Φαρδύ του Αγ. Δημητρίου προς τα Σπιτάλια, τον Καινούργιο Μαχαλά και την οδό Ρόδων και τέλος μια τέταρτη στις Μεγάλες Ταβέρνες, στις συνοικίες Σερβετάδικα, Αγ. Γεωργίου, Αγ. Φωτεινής, Γυαλιάδικα και Φραγκομαχαλά.
Ο Ε. Φίσσερ, διευθυντής της ΧΑΝ στη Σμύρνη, έγραψε ότι «η πυρκαϊά εις δέκα μόνον ώρας είχε εξαπλωθή εις πλάτος δύο μιλίων. Εις την προκυμαίαν ένας όγκος πανικόβλητου πληθυσμού αγωνίζεται να σωθή. Μετά την τρομεράν σφαγήν, τίποτε άλλο δεν υπελείπετο παρά η πυρκαϊά διά να δοκιμασθή τόσον σκληρώς ο χριστιανικός πληθυσμός της Σμύρνης».
Την Πέμπτη το απόγευμα, 1η Σεπτεμβρίου, ένας ανταποκριτής αγγλικής εφημερίδας τηλεγράφησε ότι «Η Σμύρνη κατεστράφη από τεραστίαν πυρκαϊάν που όλην την νύκτα εμαίνετο και εσάρωσεν όλην την πόλιν εκτός από την τουρκικήν συνοικίαν. Αι φλόγες εξακολουθούν να περιβάλλουν ολόκληρα χριστιανικά τμήματα της Σμύρνης. Η προκυμαία είναι πλημμυρισμένη από μυριάδας λαού που κατέφυγεν εδώ, διά ν’ αποφυγή τον θάνατον από τους Τούρκους».
Ο Ε. Ντριώ γράφει ότι «χιλιάδες δυστυχώς υπάρξεων συσσωρευμένοι κατά μήκος της προκυμαίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν. Εις μέγα μήκος του λιμένος εκατοντάδες πτωμάτων είχον πληρώσει την θάλασσαν».
Από τον Λ. Οικονόμου πληροφορούμαστε ότι τις μέρες εκείνες το πλήθος των προσφύγων στην προκυμαία υπολογιζόταν σε 300.000.
Πολλοί ξένοι και Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν σκηνές φρίκης κατά τις μέρες της πυρκαϊάς και δίνουν στοιχεία για τους δράστες του εμπρησμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εμπρησμός ήταν προμελετημένος και οργανωμένος. Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες. Ένας Γάλλος αφηγήθηκε ότι το βράδυ της πυρκαϊάς συνάντησε στην οδό Χατζηστάμου μια «ομάδα 200-300 Τούρκων ωπλισμένων», οι οποίοι «απήντησαν αταράχως ότι είχαν εντολήν ν’ ανατινάξουν και να καύσουν τα σπίτια της συνοικίας (…) και όταν έφευγα από το σπίτι μου, αι εμπρηστικοί βόμβοι έπιπτον βροχηδόν επ’ αυτής».
Η διευθύντρια της Αμερικανικής Σχολής Μίνι Μιλς αναφέρει ότι είδε «τους Τούρκους να μεταφέρουν δοχεία πετρελαίου εις τα σπίτια από τα οποία ανεπήδων αμέσως φλόγες μόλις έφευγαν». Εξάλλου αναφέρεται ότι οι Τούρκοι είχαν σχηματίσει μια ζώνη στο Καρατάσι για να εμποδίζουν τα ανθρώπινα πλήθη να διαφεύγουν από τις πυρπολούμενες συνοικίες προς τα προάστια. Εξάλλου και η σύζυγος ενός Αμερικάνου ιεραποστόλου έλεγε: «Ανήλθα εις τον πύργον του αμερικανικού κολλεγίου εις τον Παράδεισον και με διόπτρας είδα τους Τούρκους στρατιώτας να θέτουν πυρ εις τα σπίτια. Είδα ακόμη Τούρκους να παραμονεύουν τους χριστιανούς και να τους σκοτώνουν. Όταν κατήλθα εις την Σμύρνην διά να αναχωρήσω εις τας Αθήνας, υπήρχαν πτώματα καθ’ όλην την έκτασιν του δρόμου».
Άλλοι Αμερικανοί είδαν αμάξια γεμάτα με πτώματα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πούντας. Ο ανταποκριτής του «Morning Post» είχε τηλεγραφήσει ότι «Τούρκοι άτακτοι έβαλαν τη φωτιά με τη συνενοχή του τακτικού στρατού και των στρατιωτικών αρχών». Οι πληροφορίες αυτές και πάμπολλες άλλες αυτοπτών μαρτύρων κατηγορηματικά διαψεύδουν την επίσημη τουρκική άποψη, ότι δηλαδή ο εμπρησμός της πόλεως έγινε από Αρμενίους ή Έλληνες που ήθελαν να εκδικηθούν τους Τούρκους φεύγοντας από τη Μικρά Ασία.
Από τη φωτιά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Χρ. Σολομωνίδη, κάηκαν περίπου 4.000.000 τ. μ. «από τη Μπελλαβίστα μέχρι Χατζηφράγκου, κατ’ ευθείαν γραμμή, διά του γαλλικού νοσοκομείου και του Αγίου Ιωάννου μήκος 2.000 περίπου μέτρα. Προς το Τεπετζίκι και το Σταυρό διά της εφαπτομένης των συνοικιών Κιουπετζόγλου και Μορτάκια, πλέον των 2.000 μέτρων. Από το Τεπετζίκι μέχρι του Τελωνείου, πλέον των 3.000 μέτρων και από το Τελωνείο μέχρι της Μπελλαβίστας 1.000 περίπου μέτρα. Στον χώρον αυτόν εκάησαν περί τις 55.000 σπίτια, από τα οποία 43.000 ελληνικά˙ 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Επίσης απετεφρώθησαν 5.000 καταστήματα, τα περισσότερα των οποίων ήσαν ελληνικά. Στην αποτεφρωθείσα έκταση υπολογίζεται ότι κατοικούσαν πλέον των 180.000 ατόμων, κατά μέγιστον ποσοστόν Έλληνες. Συγκεκριμένα εκάησαν η αρμενική συνοικία με την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Η ελληνική αγορά, η γνωστή με το όνομα Μεγάλες Ταβέρνες, τα Γυαλιάδικα, το Γερανιό, ο Φραγκομαχαλάς, η οδός Νοσοκομείων με τα τρία νοσοκομεία της (το Γραικικό, το Ολλανδικό και το Καθολικό του Αγίου Αντωνίου). Επίσης οι συνοικίες του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Φωτεινής, του Αγίου Δημητρίου, της Ευαγγελιστρίας, του Αγίου Τρύφωνος, του Αγίου Ιωάννου της Λυγαριάς, του Αγίου Νικολάου. Κι ακόμη του Τσαρμάδου, οι Πορτάρες, ο Φασουλάς, τα Μπογιατζίδικα, τα Τράσα, του Μεϊμάρογλου, τα Σερβετάδικα, τα Ταμπάχανα, τα Κουγιουμτζίδικα, τα Μαλτέζικα, της Τσικουδιάς, του Κιουπετζόγλου, του Χαλεπλή, ο Νέος Κόσμος, το Παραλλέλι και μεγάλο τμήμα της προκυμαίας. Απετεφρώθησαν όλοι σχεδόν οι ορθόδοξοι ναοί, 117 σχολεία, κοινοτικά και ιδιωτικά, Ελλήνων και Αρμενίων, το αρχαιολογικό και νομισματολογικό μουσείο της Ευαγγελικής Σχολής και πλείστα όσα αγαθοεργά καθιδρύματα».
Ο Τζορτζ Χόρτον, πρόξενος των ΗΠΑ, γράφει ότι ο συστηματικός εμπρησμός της πόλεως έγινε από τους στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ με το σκοπό να εξολοθρευτούν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην πατρίδα τους. Βέβαιο είναι ακόμη ότι, εκτός από τη φωτιά, είχαν προσχεδιασθεί και οι σφαγές και οι λεηλασίες. Ο Ρενέ Πυώ αναφέρει ότι, σύμφωνα με μαρτυρία των Αμερικανών υπαλλήλων της Near East Relief, η τουρκική φρουρά διαφύλαξε τις αποθήκες, εξηγώντας σε όσους έρχονταν να τις λεηλατήσουν ότι «δεν υπέκειντο εις λεηλασίαν», γεγονός που σημαίνει ότι είχαν λάβει σχετικές διαταγές από τις τουρκικές αρχές. «Είναι χαρακτηριστικό», γράφει επίσης ο Πυώ, «ότι οι τουρκικές αρχές συμβούλευαν τους ξένους υπαλλήλους του σιδηροδρόμου να φορέσουν φέσι και να φέρουν περιβραχιόνιο για να αποφύγουν τις βιαιοπραγίες που ήξεραν οι τουρκικές αρχές ότι επρόκειτο να συμβούν».
Μια εβδομάδα μετά την είσοδο των τουρκικών δυνάμεων στη Σμύρνη, το Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου 1922, ή 16 Εϋλούλ 1338 του τουρκικού ημερολογίου, δημοσιεύτηκε η παρακάτω προκήρυξη :
«1ον) Όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου έτους, οι ευρισκόμενοι εις τα απελευθερωθέντα εδάφη από τον στρατόν μας, καθώς και οι Έλληνες και Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τον ελληνικόν στρατόν εις τα παράλια προς επιβίβασιν και εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατάσχετου καταδιώξεως του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα, θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των, διότι έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της Πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις τον εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωρία και διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και διά να μη προσέλθουν, εάν αφεθούν ελεύθεροι, να ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν.
2ον) Όλοι εκείνοι, τους οποίους δεν αφορά το πρώτον άρθρον, και γενικώς όλαι αι σμυρναϊκαί οικογένειαι ή Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες, δύνανται να μεταναστεύσουν μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου 1922. Όσοι, παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, δεν θα έχουν εγκαταλείψει την χώραν και θα κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφαλείας του στρατού και της δημοσίας τάξεως, θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης.
3ον) Επειδή η Μεγάλη Εθνοσυνέλευσις έλαβε μέτρα διά την εκκαθάρισιν από τα λείψανα του ελληνικού στρατού και εκμηδένιση των καταστρεπτικών οργανώσεων του εχθρού, όλοι οι κάτοικοι, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκείας, οφείλουν να επιστρέψουν εις τας εστίας των και επαναλάβουν τας ειρηνικάς εργασίας των.
Ο διοικητής του στρατού
Νουρεντίν»
Μετά την έκδοση της προκηρύξεως αυτής του Νουρεντίν, εντάθηκαν οι λεηλασίες, οι σφαγές και οι βιαιοπραγίες κατά των άλλων ξένων μειονοτήτων. Καθημερινές εξάλλου ήταν οι σφαγές και οι ληστείες προσφύγων που είχαν καταφύγει στο νεκροταφείο της ελληνικής κοινότητας. Όσοι δεν είχαν φύγει προς τον Τσεσμέ, ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε, ενδιαφέρονταν μόνο να βρουν μέσο για να διαφύγουν.
Ο Αμερικανός πρόξενος Χόρτον έγραφε ότι «Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρνην. Η κατάστασις αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Έχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης —γυναίκες, άνδρες και παιδιά— κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία διά να φύγουν…».
Καμιά λέξη δεν μπορούσε να περιγράψει την αγωνία του πλήθους που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεφύγει. Ο Κορδάτος αναφέρει ότι η κατάσταση χαρακτηριζόταν σαν «σωστή κόλαση. Άλλοι με βάρκες και άλλοι κολυμπώντας πήγαιναν στα πολεμικά της Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας ζητώντας άσυλο. Αλλά οι ναύτες τους πετούσαν στη θάλασσα, όταν σκαρφάλωναν στα πλοία ή τους κλωτσούσαν».
Ανάλογα αναφέρει και ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος: «Ευρισκόμουν και εγώ εις το πλήθος και έφθασα παρασυρόμενος από αυτό εις την προκυμαίαν. Εκεί παρέστην μάρτυς των τραγικωτέρων σκηνών. Άνδρες και γυναίκες επροσπαθούσαν να διαφύγουν επί λέμβων εις πλοία ή πολεμικά που ήσαν εις τον λιμένα. Καθώς όμως το στενόν σχετικώς πλάτος της προκυμαίας ήτο κατειλημμένον από δέματα και ζώα, το πλήθος εσταματήθη από τους κεμαλικούς στρατιώτας. Το απώθησαν, εν πρώτοις, αποσπώντες τας νεανίδας και τας γυναίκας δια να τας κακοποιήσουν και τελικώς να τας σκοτώσουν αμειλίκτως. Έκαυσαν κατόπιν το πλήθος χύνοντες επάνω του πετρέλαιον και βενζίνην. Τότε πολλοί έπεσαν εις την θάλασσαν δια να φθάσουν κολυμβώντες εις τα αγκυροβολημένα πλοία. Εις τας λέμβους επεβιβάζοντο όσοι το κατώρθωναν. Και είδα τότε να σέρνουν από τα μαλλιά πολλάς γυναίκας που επεδίωκαν να τας σώσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι δεν υπήρχε θέσις εις τας λέμβους. Τας έσερναν με μισοβυθισμένα τα σώματα των».
Στο μεταξύ και ενώ οι μέρες της προθεσμίας για την εκκένωση της Μ. Ασίας από τους πρόσφυγες τελείωναν, έπειτα από έντονες διπλωματικές ενέργειες των ξένων, ανάμεσα στους οποίους πρωτοστατούσε ο Αμερικανός υποδιευθυντής της ΧΑΝ στον Παράδεισο Έιζα Τζένινγκς, στάλθηκαν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη, τα οποία παρέλαβαν το μεγάλο μέρος των προσφύγων που παρέμεναν ακόμη στη Σμύρνη. Σύμφωνα με πληροφορίες της Μάρτζορυ Χουζεπιάν στις 11 Σεπτεμβρίου 15.000 πρόσφυγες επιβιβάστηκαν στα πλοία και άλλες 43.000 δύο μέρες αργότερα. Ως τις 18 Σεπτεμβρίου 180.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί σε ελληνικό έδαφος. Το τελευταίο πλοίο έφυγε από τη Σμύρνη 6 μόνο ώρες πριν να εκπνεύσει η προθεσμία. Στα γειτονικά λιμάνια όμως των Βουρλών, του Τσεσμέ και του Αϊβαλιού εξακολουθούσαν να βρίσκονται 60.000 πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν και εκείνοι με πλοία μέσα σε λίγες μέρες, ενώ είχε δοθεί οκταήμερη παράταση της προθεσμίας από τους Τούρκους.
Έτσι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που έφυγαν ως τότε από τη Μ. Ασία έφθανε περίπου τις 250.000.
Στο μεταξύ στις 10 Σεπτεμβρίου είχε δημοσιευθεί η παρακάτω νέα διαταγή του Νουρεντίν:
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ
Σμύρνη, 23/9/1338 (έτος Εγίρας)
1) Επί τω σκοπώ διαλύσεως αμφιβολιών περί την εφαρμογήν των διατάξεων του ύπ’ άριθ. 5 ανακοινωθέντος μας εθεωρήσαμεν αναγκαίαν την έκδοσιν πληρέστερων οδηγιών: α) Θεωρείται άκυρος, η αλλαγή υπηκοότητος, εις ην προέβησαν παρά τον Νόμον περί Ιθαγενείας, πάντες οι κεκτημένοι την οθωμανικήν υπηκοότητα από της συνάψεως της ανακωχής του μεγάλου πολέμου και εντεύθεν, β) Έφ’ όλων των αρχικώς Οθωμανών υπηκόων και μετέπειτα αποκτησάντων προστασίαν οιασδήποτε ξένης επικρατείας, θέλουσιν εφαρμοσθή τα διά τους Οθωμανούς υπηκόους ισχύοντα, γ) Εκ των ως εις τα ανωτέρω άρθρα αναφερομένων πάντες οι άγοντες ήλικίαν από 18-45 άρρενες το γένος, θέλουσιν αποσταλή, όπως και οι λοιποί, εις στρατόπεδα αιχμαλώτων.
2) Επειδή κατά το εις το ύπ’ άριθ. 5 ανακοινωθέν ορισθέντα, όσοι εκ των Ελλήνων Οθωμανών και Ισραηλιτών, Ελλήνων υπηκόων, των καταγόμενων εκ των παραλίων της Σμύρνης, δεν ήθελον αναχωρήση διά θαλάσσης μέχρι της εσπέρας της 30ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η.) πρόκειται να αποσταλούν εις το εσωτερικόν, επί τω σκοπώ της προετοιμασίας των μέσων μεταφοράς τούτων εις το εσωτερικόν, αναγκαία δε καθίσταται η γνώσις του αριθμού των, οι αρχηγοί των ελληνικών, αρμενικών και ισραηλιτικών κοινοτήτων, καλούνται όπως μέχρι της εσπέρας της 30ης Σεπτεμβρίου 1338 γνωρίσωσιν εις τας κατά τόπους αρχάς, εκτός των διά θαλάσσης αναχωρησάντων, τους αριθμούς των βουλομένων να παραμείνωσιν προσώπων.
3) Οι αποκρύπτοντες όπλα, Έλληνας αιχμαλώτους και πρόσωπα, τα οποία θεωρούνται επικίνδυνα διά την δημοσίαν τάξιν, θα παραδοθούν εις την στρατιωτικήν εξουσίαν. Μετά παρέλευσιν 48 ωρών, όσοι θέλουσιν αποδειχθή ότι αντιτίθενται εις την παρούσαν διαταγήν, θέλουσιν καταδικασθή εις θάνατον. Επειδή τα εν Σμύρνη και περιχώροις ένεκα της πυρκαϊάς και των στρατιωτικών ενεργειών και της φυγής των ιδιοκτητών των ή δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον εγκαταλειφθέντα εμπορεύματα αναγκαιούν εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν και επειδή δεν θέλει επιτραπή η πραγματοποίησις παρανόμων κερδών και οικειοποίησις αυτών, πάντες οι οικειοποιούμενοι τοιαύτα εμπορεύματα, είτε εγκαταλελειμμένα είτε προερχόμενα εκ κλοπής, οφείλουσι αμέσως να τα παραδώσωσιν εις τας κατά τόπους στρατιωτικός διοικήσεις.
4) Πάντες οι παρά την διαταγήν ταύτην οικειοποιούμενοι και κατά οιονδήποτε τρόπον αποκτώντες ούτω τα εγκαταλελειμμένα αντικείμενα, θέλουσι καταδικασθή εις ειρκτήν 10 ετών και χρηματικήν ποινήν από 100 μέχρι 5.000 λιρών, αναλόγως της αξίας των οικειοποιηθέντων παρ’ αυτών αντικειμένων.
5) Απαγορεύεται η αυθαίρετος κατοχή οικιών, καταστημάτων και άλλων οικοδομών. Την τύχην των οικοδομών τούτων θέλει καθορίση η Νομαρχία. Δηλούται ότι πάσα ενέργεια αντίθετος προς την διαταγήν ταύτην θέλει τιμωρηθή δι’ ειρκτής 10 ετών.»
Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ)
Η Σμύρνη μάνα καίγεται…
«Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν. Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος.
Τυχαία δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης.
«…Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από ‘κεί στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας! Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια! Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό! Όσοι το είδαν, τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί, σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν.
Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και οικονομικά συμφέροντα, συνδεόμενα σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησαν σε συστηματικούς διωγμούς του ελληνικού στοιχείου που διήρκεσαν από το 1913 ως τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Οι διωγμοί μπορούν να διακριθούν σε τρεις φάσεις ως προς το είδος, την ένταση και το αποτέλεσμά τους. Έτσι, στο διάστημα 1913-14 έχουμε την πρώτη φάση διωγμών. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ήταν τότε σε ένταση εξαιτίας της κατακύρωσης των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Οι διωγμοί άρχισαν με τη βίαιη εκτόπιση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, ενώ από το Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν και στη δυτική Μικρά Ασία. Στη θέση των Ελλήνων εγκαταστάθηκαν Τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που έχασε η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μεθοδευμένοι από τους Γερμανούς, οι διωγμοί έδιωξαν τότε περισσότεροι από 60.000 Έλληνες από την περιοχή της Ερυθραίας. Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Τότε αποφασίστηκε και μερική ανταλλαγή των πληθυσμών, ενώ μικτή επιτροπή δημιουργήθηκε για την εκτίμηση της περιουσίας των ανταλλαξίμων. Δεν έγινε όμως κάτι τέτοιο τελικά.
Σύμφωνα με τη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 153.890 Έλληνες εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό από τα παράλια της Μικρασίας ως τα τέλη του 1914.
Η δεύτερη φάση των διωγμών εγκαινιάζεται με την εμπλοκή της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκδηλώθηκε αρχικά με εξοντωτική οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων για τις ανάγκες του πολέμου. Άλλο μέτρο, το οποίο αρχικά προβλήθηκε ως εφαρμογή της αρχής της ισότητας ανάμεσα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας, ήταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις του αντρικού πληθυσμού από 20 έως 45 ετών, ενώ οι μεγαλύτεροι θα επάνδρωναν τα περίφημα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, που σήμαινε αγγαρεία σε λατομεία, αγρούς, ορυχεία και δημόσια έργα στο εσωτερικό της Μικρασίας. Οι κακουχίες εξόντωσαν πολλούς Έλληνες. Υπολογίζεται ότι 250.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους σε αυτά τα εργατικά τάγματα ως το τέλος του 1918. Άλλο μέτρο ήταν οι εκ νέου μετατοπίσεις από τα παράλια στο εσωτερικό, με σκοπό τη διαφοροποίηση της εθνολογικής σύστασης των παραλίων, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη για παραχώρηση των περιοχών στην Ελλάδα από τους Συμμάχους. Οι πορείες ήταν τόσο εξαντλητικές και προσχεδιασμένα εξοντωτικές που λίγοι έφτασαν στον προορισμό τους, σε περιοχές με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Το σύνολο των θυμάτων των διωγμών, νεκροί και εκτοπισμένοι, τα χρόνια αυτά (1913-1918) υπολογίζονται σε 775.000 Έλληνες της Θράκης, του Πόντου και της Δυτ. Μικρασίας.
Η τρίτη φάση των διωγμών συμπίπτει χρονικά με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και κορυφώνεται με την οριστική Καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού το Σεπτέμβρη του 1922.
Πηγή:kemme.gr